- λέιζερ
- τοάκλ. (λ. αγγλ.) (φυσ.), όργανο που παράγει ηλεκτρομαγνητικά κύματα οπτικής συχνότητας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λέιζερ — (laser). Διάταξη παραγωγής ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων με συχνότητα που αντιστοιχεί στην περιοχή του ορατού φάσματος ή κοντά σε αυτό. Ο όρος λ. προέρχεται από τα αρχικά των αγγλικών λέξεων: Light Amplification (by) Stimulated Emission (of)… … Dictionary of Greek
δίοδος — Ηλεκτρονική συσκευή που παρουσιάζει υψηλότατη αντίσταση σε ηλεκτρικό ρεύμα που τη διασχίζει κατά μία φορά και αμελητέα αντίσταση σε ρεύμα που τη διασχίζει κατά την αντίθετη φορά. Είναι στοιχείο μονής κατεύθυνσης και η λειτουργία της είναι ανάλογη … Dictionary of Greek
φωτοστοιχειοθεσία — Η στοιχειοθεσία (σύνθεση) κειμένου με τη βοήθεια κλαβιέ και η αποτύπωσή του πάνω σε φωτοευπαθές χαρτί ή φιλμ. Η φ. είναι νέα μέθοδος στοιχειοθεσίας που δημιουργήθηκε από μια ανάγκη: να εξυπηρετήσει τη γρήγορη εξάπλωση της λιθογραφίας. Τον… … Dictionary of Greek
Κέτερλε, Βόλφγκανγκ — (Wolfgang Ketterle, Χαϊδελβέργη 1957 –). Γερμανός φυσικός. Το 1976 ξεκίνησε τις σπουδές του στο πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης και μετακινήθηκε στο τρίτο έτος στο τεχνικό πανεπιστήμιο του Μονάχου, από το οποίο και αποφοίτησε. Ακολούθησε… … Dictionary of Greek
εκτυπωτής — Περιφερειακή συσκευή του ηλεκτρονικού υπολογιστή, με την οποία ο χρήστης έχει τη δυνατότητα να αποτυπώνει, σε χαρτί ή σε άλλο μέσο (π.χ. σε φιλμ ή σε απλή διαφάνεια), το αρχείο του επιθυμεί (ή μέρος του). Συνηθέστερα είδη ε. είναι αυτοί που… … Dictionary of Greek
Ζίγκμπαν, Κάι Μαν — (Kai Manne Siegbahn, Λουντ 1918 –). Σουηδός φυσικός. Γιος του Καρλ Μαν Ζίγκμπαν, ο οποίος τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ φυσικής, το 1924. Σπούδασε φυσική, χημεία και μαθηματικά στο πανεπιστήμιο της Ουψάλα, την περίοδο 1936 42. Διετέλεσε καθηγητής … Dictionary of Greek
ήχου, εγγραφή — Σύνολο τεχνικών λειτουργιών που επιτρέπουν τη μεταφορά των χαρακτηριστικών του ήχου πάνω σε ένα κατάλληλο υλικό, ικανό να το διατηρεί και να το αναπαράγει. Η ε.ή. μπορεί να γίνει με μεθόδους οπτικο φωτογραφικές (που χρησιμοποιούνται για τον… … Dictionary of Greek
Κόρνελ, Έρικ — (Eric A. Cornell, Πάλο Άλτο, Καλιφόρνια 1961 –). Αμερικανός φυσικός. Πήρε πτυχίο φυσικής από το πανεπιστήμιο Στάνφορντ. Το 1990, αφού έλαβε τον διδακτορικό τίτλο του στον τομέα της ατομικής φυσικής από το πανεπιστήμιο της Μασαχουσέτης ΜΙΤ,… … Dictionary of Greek
Κρότο, Χάρολντ — (Sir Harold Kroto, Γουίσμπετς, κομητεία Κέιμπριτζ 1939 –). Άγγλος χημικός. Το 1961 αποφοίτησε από το τμήμα χημείας του πανεπιστημίου του Σέφιλντ και το 1964 έλαβε διδακτορικό τίτλο από το ίδιο πανεπιστήμιο, στον τομέα της φασματοσκοπίας των… … Dictionary of Greek
Μπλέμπεργκεν, Νίκολαας — (Nicolaas Bloembergen, Ντόρντρεχτ 1920 ). Αμερικανο ολλανδός φυσικός. Αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο της Ουτρέχτης, στο οποίο πραγματοποίησε μεταπτυχιακά κατά την διάρκεια του β΄ παγκοσμίου πολέμου. Το 1945 εγκατέλειψε την Ευρώπη και συνέχισε για … Dictionary of Greek